ανακυκλικός

ανακυκλικός
-ή, -ό (Α ἀνακυκλικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με ανακύκληση*
αρχ.
αυτός που περιστρέφεται εύκολα, (στίχος) που διαβάζεται αναδρομικά, από το τέλος προς την αρχή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”